εντρυφώ — εντρυφώ, εντρύφησα βλ. πίν. 60 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εντρυφώ — εντρύφησα, αμτβ., βρίσκω σε κάτι ευχαρίστηση, αισθάνομαι απόλαυση με το να ασχολούμαι με αυτό: Εντρυφά στις ιστορικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντρυφῶ — ἐντρυφάω revel in pres imperat mp 2nd sg ἐντρυφάω revel in pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐντρυφάω revel in pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐντρυφάω revel in pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐντρυφάω revel in pres ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεντρυφώ — έω, Α 1. εντρυφώ επιπροσθέτως 2. εμπαίζω, περιπαίζω επιπροσθέτως («προσεντρυφᾱν τῇ κόρῃ», Ρήτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐντρυφῶ «βρίσκω ευχαρίστηση, φέρομαι περιφρονητικά σε κάποιον, εμπαίζω»] … Dictionary of Greek
εναβρύνομαι — (AM ἐναβρύνομαι) υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι αρχ. 1. (απολ.) κορδώνομαι 2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι 3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι 4. έχω κάτι για καύχημα («χώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.) … Dictionary of Greek
εναλύω — ἐναλύω (Α) 1. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση ασχολούμενος με κάτι 2. γλεντοκοπώ, οργιάζω 3. περιπλανιέμαι κάπου («ἡ κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ» καθώς περιπλανιέται άτακτα στο μέτωπο, Φιλόστρ.) … Dictionary of Greek
επεντρυφώ — ἐπεντρυφώ, έω (Μ) ασχολούμαι ευχάριστα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εντρυφώ «ασχολούμαι»] … Dictionary of Greek
επιτρυφώ — ἐπιτρυφῶ, άω (Α) [τρυφώ] εντρυφώ σε κάτι … Dictionary of Greek
ηδονίζομαι — [ηδονή] 1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος 2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
ηδονικεύομαι — [ηδονικός] 1. βρίσκω ηδονή σε κάτι 2. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές … Dictionary of Greek