εντρυφώ

εντρυφώ
(Μ ἐντρυφῶ, -άω)
βρίσκω ευχαρίστηση, απόλαυση, τέρψη σε κάποια απασχόληση
αρχ.-μσν.
διασκεδάζω σε βάρος κάποιου
αρχ.
1. απόλ. είμαι ή φαίνομαι τρυφηλός
2. φέρομαι περιφρονητικά ή αλαζονικά σε κάποιον, τόν εμπαίζω
3. παθ. ἐντρυφῶμαι
γίνομαι στόχος εμπαιγμού, εμπαίζομαι
4. χαίρομαι για τη δυστυχία κάποιου
5. χρησιμοποιώ κάτι όπως μού αρέσει, κάνω κατάχρηση
6. (μτφ. για τα μαλλιά) κυματίζω με χάρη, παίζω με τον άνεμο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εντρυφώ — εντρυφώ, εντρύφησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εντρυφώ — εντρύφησα, αμτβ., βρίσκω σε κάτι ευχαρίστηση, αισθάνομαι απόλαυση με το να ασχολούμαι με αυτό: Εντρυφά στις ιστορικές μελέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντρυφῶ — ἐντρυφάω revel in pres imperat mp 2nd sg ἐντρυφάω revel in pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐντρυφάω revel in pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐντρυφάω revel in pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐντρυφάω revel in pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεντρυφώ — έω, Α 1. εντρυφώ επιπροσθέτως 2. εμπαίζω, περιπαίζω επιπροσθέτως («προσεντρυφᾱν τῇ κόρῃ», Ρήτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐντρυφῶ «βρίσκω ευχαρίστηση, φέρομαι περιφρονητικά σε κάποιον, εμπαίζω»] …   Dictionary of Greek

  • εναβρύνομαι — (AM ἐναβρύνομαι) υπερηφανεύομαι, σεμνύνομαι, καμαρώνω, καυχιέμαι αρχ. 1. (απολ.) κορδώνομαι 2. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι 3. δείχνομαι θηλυπρεπής, εκθηλύνομαι 4. έχω κάτι για καύχημα («χώρα εναβρυνομένη ύδασιν», Προκοπ.) …   Dictionary of Greek

  • εναλύω — ἐναλύω (Α) 1. εντρυφώ, βρίσκω ευχαρίστηση ασχολούμενος με κάτι 2. γλεντοκοπώ, οργιάζω 3. περιπλανιέμαι κάπου («ἡ κόμη ἐναλύουσα τῷ μετώπῳ» καθώς περιπλανιέται άτακτα στο μέτωπο, Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

  • επεντρυφώ — ἐπεντρυφώ, έω (Μ) ασχολούμαι ευχάριστα με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εντρυφώ «ασχολούμαι»] …   Dictionary of Greek

  • επιτρυφώ — ἐπιτρυφῶ, άω (Α) [τρυφώ] εντρυφώ σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ηδονίζομαι — [ηδονή] 1. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές, ιδίως σαρκικές, είμαι φιλήδονος 2. ευχαριστούμαι να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • ηδονικεύομαι — [ηδονικός] 1. βρίσκω ηδονή σε κάτι 2. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”